μαρκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαρκάρισμα | τα | μαρκαρίσματα |
| γενική | του | μαρκαρίσματος | των | μαρκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | μαρκάρισμα | τα | μαρκαρίσματα |
| κλητική | μαρκάρισμα | μαρκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρκάρισμα < μαρκάρω
Ουσιαστικό
μαρκάρισμα ουδέτερο
- (ποδόσφαιρο) η προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ελευθερία κινήσεων του αντιπάλου
- σημείωση για υπενθύμιση ότι κάτι έχει ελεγχθεί ή αντιθέτως ότι πρέπει να ελεγχθεί στο μέλλον
- σημείωση ή ετικέτα σε ρούχο, όπου αναγράφεται η μάρκα
- (μεταφορικά-λαϊκά) φλερτάρισμα, όταν κάποιος επιλέγει ένα άτομο που το ελκύει
Μεταφράσεις
μαρκάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.