μαρκάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρκάρισμα τα μαρκαρίσματα
      γενική του μαρκαρίσματος των μαρκαρισμάτων
    αιτιατική το μαρκάρισμα τα μαρκαρίσματα
     κλητική μαρκάρισμα μαρκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρκάρισμα < μαρκάρω

Ουσιαστικό

μαρκάρισμα ουδέτερο

  1. (ποδόσφαιρο) η προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ελευθερία κινήσεων του αντιπάλου
  2. σημείωση για υπενθύμιση ότι κάτι έχει ελεγχθεί ή αντιθέτως ότι πρέπει να ελεγχθεί στο μέλλον
  3. σημείωση ή ετικέτα σε ρούχο, όπου αναγράφεται η μάρκα
  4. (μεταφορικά-λαϊκά) φλερτάρισμα, όταν κάποιος επιλέγει ένα άτομο που το ελκύει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.