chip
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| chip | chips |

Chips πατάτας (βρετανικό).

Chips πατάτας (αμερικανικό).
Ουσιαστικό
chip (en)
Παράγωγα
- (πληροφορική) chipset
Ρήμα
| ενεστώτας | chip |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | chips |
| αόριστος | chipped |
| παθητική μετοχή | chipped |
| ενεργητική μετοχή | chipping |
chip (en)
- κόβω σε μικρά κομματάκια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.