μάππα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάππα < μάπα < λατινική mappa (πανί, πετσέτα)

Ουσιαστικό

μάππα θηλυκό

  1. (κυπριακά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    1. το ποδόσφαιρο
    2. η μπάλα
  2. ετυμολογική γραφή του μάπα[1]

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    Στο Λεξικό, προτείνεται η ετυμολογική γραφή με δύο π.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μάππα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάππα (μαντίλι, πανί, πετσέτα) < λατινική mappa
μάππα > νέα ελληνικά : μάπα

Ουσιαστικό

μάππα θηλυκό

  1. σφαίρα, μπάλα
  2. ιπποδρομία (Ιουστινιατνός: Νεαραί)[1]

Αναφορές

  1. σελ.98, Τόμος Α - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάππα < (άμεσο δάνειο) λατινική mappa

Ουσιαστικό

μάππα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. εκμαγείο[1]
  2. μαντίλι, πετσέτα, πανί[2]

Συγγενικά

  • μαππίον

Αναφορές

  1. σελ.98, Τόμος Α - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
  2. Ο ορισμός 'μαντίλι, πετσέτα' αναφέρεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.