χάλια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐λια
- τονικό παρώνυμο: χαλιά
Ετυμολογία 1
- χάλια < πληθυντικός αριθμός του χάλι σε θέση επιρρήματος ή επιρρηματικού κατηγορουμένου
Επίρρημα
χάλια
- (ανεπίσημο) σε πολύ άθλια κατάσταση
- ↪ Χάλια τα 'κανες! Πρέπει να τα καθαρίσεις τώρα.
- ↪ Περάσαμε χάλια. Δε θα ξαναπάμε στο ίδιο μέρος για διακοπές.
Μεταφράσεις
χάλια
|
Ετυμολογία 2
- χάλια: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
χάλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χάλι
- ↪ Τι χάλια είν' αυτά;
- ↪ έχω τα χάλια μου, τα μαύρα μου τα χάλια
Πηγές
- χάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.