ομφάλιος λώρος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɱˈfa.li.os ˈlo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐φά‐λι‐ος λώ‐ρος
Πολυλεκτικός όρος
ομφάλιος λώρος αρσενικό
Εκφράσεις
- κόβω τον ομφάλιο λώρο: (μεταφορικά) αποσυνδέω, αυτονομώ
Μεταφράσεις
ομφάλιος λώρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.