ομφάλιος λώρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ομφάλιος λώρος:  δείτε τις λέξεις ομφάλιος και λώρος

Προφορά

ΔΦΑ : /oɱˈfa.li.os ˈlo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομφάλιος λώρος

Πολυλεκτικός όρος

ομφάλιος λώρος αρσενικό

  1. (ανατομία) σωλήνας που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα και μέσω του οποίου το έμβρυο παίρνει θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε συνδέει δύο οντότητες, ώστε η μία να είναι προσκολλημένη ή εξαρτημένη από την άλλη

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.