ιμάντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιμάντας | οι | ιμάντες |
| γενική | του | ιμάντα | των | ιμάντων |
| αιτιατική | τον | ιμάντα | τους | ιμάντες |
| κλητική | ιμάντα | ιμάντες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιμάντας < αρχαία ελληνική ἱμάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈman.das/
Ουσιαστικό

Τμήμα ιμάντα που μεταδίδει κίνηση μηχανής.
ιμάντας αρσενικό
- στις περισσότερες σύγχρονες μοτοσυκλέτες χαμηλού κυβισμού η κίνηση μεταδίδεται με ιμάντα και όχι με αλυσίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.