rançon
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| rançon | rançons |
Ουσιαστικό
rançon (fr) θηλυκό
- τα λύτρα
- (μεταφορικά) το τίμημα, με αρνητική έννοια, το κόστος που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να πετύχει κάτι
- la rançon du succès est lourde - το τίμημα για να πετύχει κανείς (στη ζωή του) είναι βαρύ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.