λούσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούσο τα λούσα
      γενική του λούσου των λούσων
    αιτιατική το λούσο τα λούσα
     κλητική λούσο λούσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λούσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lusso[1] < λατινική luxus < πρωτοϊταλική *louksos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg-so-s < *lewg- (κάμψη, (συ)στροφή)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlu.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λούσο

Ουσιαστικό

λούσο ουδέτερο

  1. στον πληθυντικό: εντυπωσιακό, πολυτελές και φροντισμένο ντύσιμο
  2. η πολυτέλεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.