λούσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λούσο | τα | λούσα |
| γενική | του | λούσου | των | λούσων |
| αιτιατική | το | λούσο | τα | λούσα |
| κλητική | λούσο | λούσα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λούσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lusso[1] < λατινική luxus < πρωτοϊταλική *louksos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg-so-s < *lewg- (κάμψη, (συ)στροφή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlu.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐σο
Ουσιαστικό
λούσο ουδέτερο
- στον πληθυντικό: εντυπωσιακό, πολυτελές και φροντισμένο ντύσιμο
- η πολυτέλεια
Συγγενικά
Αναφορές
- λούσο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.