luxus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

luxus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈluk.sus/

Ουσιαστικό

luxus αρσενικό

  1. μεγαλοπρέπεια
  2. τρυφή

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική luxus luxūs
γενική luxūs luxuum
δοτική luxuī luxibus
αιτιατική luxum luxūs
κλητική luxus luxūs
αφαιρετική luxū luxibus
(δ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.