λούσου
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
λούσου
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λούζομαι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
λούσου
ουδέτερο
γενική
ενικού
του
λούσο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.