λογοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοθεραπεία οι λογοθεραπείες
      γενική της λογοθεραπείας των λογοθεραπειών
    αιτιατική τη λογοθεραπεία τις λογοθεραπείες
     κλητική λογοθεραπεία λογοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοθεραπεία < λογο- + -θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική speech therapy)

Ουσιαστικό

λογοθεραπεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.