λογογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογογραφικός | η | λογογραφική | το | λογογραφικό |
| γενική | του | λογογραφικού | της | λογογραφικής | του | λογογραφικού |
| αιτιατική | τον | λογογραφικό | τη | λογογραφική | το | λογογραφικό |
| κλητική | λογογραφικέ | λογογραφική | λογογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογογραφικοί | οι | λογογραφικές | τα | λογογραφικά |
| γενική | των | λογογραφικών | των | λογογραφικών | των | λογογραφικών |
| αιτιατική | τους | λογογραφικούς | τις | λογογραφικές | τα | λογογραφικά |
| κλητική | λογογραφικοί | λογογραφικές | λογογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογογραφικός < αρχαία ελληνική λογογραφικός < λογογράφος
Μεταφράσεις
λογογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.