λογογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογογραφία οι λογογραφίες
      γενική της λογογραφίας των λογογραφιών
    αιτιατική τη λογογραφία τις λογογραφίες
     κλητική λογογραφία λογογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογογραφία < αρχαία ελληνική λογογραφία < λογογράφος

Ουσιαστικό

λογογραφία θηλυκό

  1. η συγγραφή πεζού λόγου
  2. η συγγραφή λόγων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.