εκθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκθέτης | οι | εκθέτες |
| γενική | του | εκθέτη | των | εκθετών |
| αιτιατική | τον | εκθέτη | τους | εκθέτες |
| κλητική | εκθέτη | εκθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκθέτης αρσενικό (θηλυκό εκθέτρια)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.