λογαριθμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογαριθμικός η λογαριθμική το λογαριθμικό
      γενική του λογαριθμικού της λογαριθμικής του λογαριθμικού
    αιτιατική τον λογαριθμικό τη λογαριθμική το λογαριθμικό
     κλητική λογαριθμικέ λογαριθμική λογαριθμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογαριθμικοί οι λογαριθμικές τα λογαριθμικά
      γενική των λογαριθμικών των λογαριθμικών των λογαριθμικών
    αιτιατική τους λογαριθμικούς τις λογαριθμικές τα λογαριθμικά
     κλητική λογαριθμικοί λογαριθμικές λογαριθμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σελίδα εγχειρίδιου μαθηματικών με λογαριθμικό πίνακα.

Ετυμολογία

λογαριθμικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική logarithmique < logarithme, λογάριθμ(ος) + -ικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /lo.ɣa.ɾi.θmiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λογαριθμικός
παλιότερος συλλαβισμός: λογαριθμικός

Επίθετο

λογαριθμικός, -ή, -ό

  • (μαθηματικά) που σχετίζεται με λογάριθμο
    λογαριθμική εξίσωση, λογαριθμικοί πίνακες και κανόνες
    η λογαριθμική συνάρτηση (ή λογάριθμος) είναι το αντίστροφο της εκθετικής συνάρτησης

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.