λιτοί
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
liˈti
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
λι
‐
τοί
ομόηχα
:
λιτή
,
λυτή
,
λυτοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λιτοί
(
αρσενικό
)
ονομαστική
και
κλητική
πληθυντικού
του
λιτός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.