λιποθυμάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιποθυμάω < λιποθυμ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιποθυμῶ, συνηρημένος τύπος του λιποθυμέω < (λείπω) λιπο- + θυμ(ός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.po.θiˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πο‐θυ‐μά‐ω
Ρήμα
λιποθυμάω, -άς.../λιυποθυμώ, πρτ.: λιποθυμούσα/λιποθύμαγα, αόρ.: λιποθύμησα, μτχ.π.π.: λιποθυμισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- ημιλιπόθυμος
- λιποθυμία
- λιποθυμιά
- λιποθυμικός
- λιποθύμισμα
- λιποθυμισμένος
- λιπόθυμος
- μισολιπόθυμος
- μισολιποθυμισμένος
- μισολιποθυμώ
- ξελιποθυμάω / ξελιποθυμώ
- ξελιποθυμισμένος
- ψευτολιποθυμάω / ψευτολιποθυμώ
- ψευτολιποθυμία
- ψευτολιποθυμισμένος
- Λέξεις με λιποθυμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιποθυμάω - λιποθυμώ | λιποθυμούσα - λιποθύμαγα | θα λιποθυμάω - λιποθυμώ | να λιποθυμάω - λιποθυμώ | λιποθυμώντας | |
| β' ενικ. | λιποθυμάς | λιποθυμούσες - λιποθύμαγες | θα λιποθυμάς | να λιποθυμάς | λιποθύμα - λιποθύμαγε | |
| γ' ενικ. | λιποθυμάει - λιποθυμά | λιποθυμούσε - λιποθύμαγε | θα λιποθυμάει - λιποθυμά | να λιποθυμάει - λιποθυμά | ||
| α' πληθ. | λιποθυμάμε - λιποθυμούμε | λιποθυμούσαμε - λιποθυμάγαμε | θα λιποθυμάμε - λιποθυμούμε | να λιποθυμάμε - λιποθυμούμε | ||
| β' πληθ. | λιποθυμάτε | λιποθυμούσατε - λιποθυμάγατε | θα λιποθυμάτε | να λιποθυμάτε | λιποθυμάτε | |
| γ' πληθ. | λιποθυμάν(ε) - λιποθυμούν(ε) | λιποθυμούσαν(ε) - λιποθύμαγαν - λιποθυμάγανε | θα λιποθυμάν(ε) - λιποθυμούν(ε) | να λιποθυμάν(ε) - λιποθυμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιποθύμησα | θα λιποθυμήσω | να λιποθυμήσω | λιποθυμήσει | ||
| β' ενικ. | λιποθύμησες | θα λιποθυμήσεις | να λιποθυμήσεις | λιποθύμα - λιποθύμησε | ||
| γ' ενικ. | λιποθύμησε | θα λιποθυμήσει | να λιποθυμήσει | |||
| α' πληθ. | λιποθυμήσαμε | θα λιποθυμήσουμε | να λιποθυμήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιποθυμήσατε | θα λιποθυμήσετε | να λιποθυμήσετε | λιποθυμήστε | ||
| γ' πληθ. | λιποθύμησαν λιποθυμήσαν(ε) |
θα λιποθυμήσουν(ε) | να λιποθυμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιποθυμήσει | είχα λιποθυμήσει | θα έχω λιποθυμήσει | να έχω λιποθυμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιποθυμήσει | είχες λιποθυμήσει | θα έχεις λιποθυμήσει | να έχεις λιποθυμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιποθυμήσει | είχε λιποθυμήσει | θα έχει λιποθυμήσει | να έχει λιποθυμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιποθυμήσει | είχαμε λιποθυμήσει | θα έχουμε λιποθυμήσει | να έχουμε λιποθυμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιποθυμήσει | είχατε λιποθυμήσει | θα έχετε λιποθυμήσει | να έχετε λιποθυμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιποθυμήσει | είχαν λιποθυμήσει | θα έχουν λιποθυμήσει | να έχουν λιποθυμήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λιποθυμημένος - είμαστε, είστε, είναι λιποθυμημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λιποθυμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λιποθυμημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λιποθυμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λιποθυμημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λιποθυμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λιποθυμημένοι | |||||
Πηγές
- λιποθυμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιποθυμάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.