μισολιπόθυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισολιπόθυμος η μισολιπόθυμη το μισολιπόθυμο
      γενική του μισολιπόθυμου της μισολιπόθυμης του μισολιπόθυμου
    αιτιατική τον μισολιπόθυμο τη μισολιπόθυμη το μισολιπόθυμο
     κλητική μισολιπόθυμε μισολιπόθυμη μισολιπόθυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισολιπόθυμοι οι μισολιπόθυμες τα μισολιπόθυμα
      γενική των μισολιπόθυμων των μισολιπόθυμων των μισολιπόθυμων
    αιτιατική τους μισολιπόθυμους τις μισολιπόθυμες τα μισολιπόθυμα
     κλητική μισολιπόθυμοι μισολιπόθυμες μισολιπόθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισολιπόθυμος < μισο- + λιπόθυμος (< λείπω, λιπό- + αρχαία ελληνική θυμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.so.liˈpo.θi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισολιπόθυμος

Επίθετο

μισολιπόθυμος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.