μισολιπόθυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισολιπόθυμος | η | μισολιπόθυμη | το | μισολιπόθυμο |
| γενική | του | μισολιπόθυμου | της | μισολιπόθυμης | του | μισολιπόθυμου |
| αιτιατική | τον | μισολιπόθυμο | τη | μισολιπόθυμη | το | μισολιπόθυμο |
| κλητική | μισολιπόθυμε | μισολιπόθυμη | μισολιπόθυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισολιπόθυμοι | οι | μισολιπόθυμες | τα | μισολιπόθυμα |
| γενική | των | μισολιπόθυμων | των | μισολιπόθυμων | των | μισολιπόθυμων |
| αιτιατική | τους | μισολιπόθυμους | τις | μισολιπόθυμες | τα | μισολιπόθυμα |
| κλητική | μισολιπόθυμοι | μισολιπόθυμες | μισολιπόθυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισολιπόθυμος < μισο- + λιπόθυμος (< λείπω, λιπό- + αρχαία ελληνική θυμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.so.liˈpo.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σο‐λι‐πό‐θυ‐μος
Επίθετο
μισολιπόθυμος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- συνώνυμο του ημιλιπόθυμος
- ≈ συνώνυμα: μισολιποθυμισμένος
Μεταφράσεις
μισολιπόθυμος
|
→ δείτε τη λέξη ημιλιπόθυμος |
Πηγές
- μισολιπόθυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.