faint
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | faint |
| συγκριτικός | fainter |
| υπερθετικός | faintest |
faint (en)
- αμυδρός, αδιόρατος, ανεπαίσθητος, που δεν μπορεί να φανεί, να ακουστεί ή να μυριστεί καθαρά
- ↪ a faint sound - αμυδρός ήχος
- ↪ a faint light - αμυδρό φως
- ↪ a faint smile - ένα αδιόρατο χαμόγελο
- ↪ a faint noise - ένας ανεπαίσθητος θόρυβος
- μικρός, πολύ μικρό· δυνατό αλλά απίθανο
- ↪ There is a faint hope.
- Υπάρχει μια μικρή ελπίδα.
- ↪ There is a faint hope.
- άτολμος, χωρίς θάρρος και ενέργεια
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) εξασθενημένος, εξαντλημένος, για ένα άτομο που αισθάνεται αδύναμο και κουρασμένο και είναι πιθανό να χάσει τις αισθήσεις του
- ↪ faint with hunger - εξασθενημένος/εξαντλημένος από την πείνα
- ↪ I feel faint.
- Μου έρχεται λιποθυμία.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.