λιποθυμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιποθυμισμένος η λιποθυμισμένη το λιποθυμισμένο
      γενική του λιποθυμισμένου της λιποθυμισμένης του λιποθυμισμένου
    αιτιατική τον λιποθυμισμένο τη λιποθυμισμένη το λιποθυμισμένο
     κλητική λιποθυμισμένε λιποθυμισμένη λιποθυμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιποθυμισμένοι οι λιποθυμισμένες τα λιποθυμισμένα
      γενική των λιποθυμισμένων των λιποθυμισμένων των λιποθυμισμένων
    αιτιατική τους λιποθυμισμένους τις λιποθυμισμένες τα λιποθυμισμένα
     κλητική λιποθυμισμένοι λιποθυμισμένες λιποθυμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιποθυμισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λιποθυμώ

Μετοχή

λιποθυμισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.