λιποθυμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιποθυμικός | η | λιποθυμική | το | λιποθυμικό |
| γενική | του | λιποθυμικού | της | λιποθυμικής | του | λιποθυμικού |
| αιτιατική | τον | λιποθυμικό | τη | λιποθυμική | το | λιποθυμικό |
| κλητική | λιποθυμικέ | λιποθυμική | λιποθυμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιποθυμικοί | οι | λιποθυμικές | τα | λιποθυμικά |
| γενική | των | λιποθυμικών | των | λιποθυμικών | των | λιποθυμικών |
| αιτιατική | τους | λιποθυμικούς | τις | λιποθυμικές | τα | λιποθυμικά |
| κλητική | λιποθυμικοί | λιποθυμικές | λιποθυμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιποθυμικός < αρχαία ελληνική λιποθυμικός
Μεταφράσεις
λιποθυμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.