λιπο-
Νέα ελληνικά (el)
- λιπό-
- λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πο-
Ετυμολογία 1
- λιπο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπο- < θέμα λιπ- μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος όπως στο λείπω που συνατνάμε τον αόριστο β΄ ἔλιπον
Πρόθημα
λιπο-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει
- ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
- ότι εγκαταλείπεται αυτό που εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
- λιποτάκτης
- λιπένορκος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- από το λείπω στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- από το λείπω στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- από το λείπω στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
λιπο-
|
|
Ετυμολογία 2
- λιπο- < θέμα λιπ- λόγιο ενδογενές δάνειο: lipo- (διαγλωσσικοί όροι)) < αρχαία ελληνική λιπο- < αρχαία ελληνική λίπος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- από το λίπος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- από το λίπος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- από το λίπος στο Βικιλεξικό
Πηγές
- λιπο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «λείπω», «λίπος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λιπο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λιπο-
Πρόθημα
λιπο-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
- λιποθύμημα
- λιπόκεντρον (είδος καρφιού)
- λιπανάβατος (για ψωμί που δε φουσκώνει, δεν ανεβαίνει)
- λιπό-
- λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λιπο- < θέμα λιπ- μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος όπως στο λείπω που συνατνάμε τον αόριστο β΄ ἔλιπον
Πρόθημα
λιπο-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει
- ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
- λιποπωγωνία (χωρίς γένια)
- λιπάδελφος
- ότι εγκαταλείπεται αυτό που εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
- λιπόπατρις
- ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
- λιπό-
- λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις λιπο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.