λιπο-

Νέα ελληνικά (el)

  • λιπό-
  • λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)

Προφορά

ΔΦΑ : /li.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιπο-

Ετυμολογία 1

λιπο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπο- < θέμα λιπ- μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος όπως στο λείπω που συνατνάμε τον αόριστο β΄ ἔλιπον

Πρόθημα

λιπο-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- από το λείπω στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- από το λείπω στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- από το λείπω στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

λιπο- < θέμα λιπ- λόγιο ενδογενές δάνειο: lipo- (διαγλωσσικοί όροι)) < αρχαία ελληνική λιπο- < αρχαία ελληνική λίπος

Πρόθημα

λιπο-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- από το λίπος στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- από το λίπος στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- από το λίπος στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λιπο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λιπο-

Πρόθημα

λιπο-

  • πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
    λιποθύμημα
    λιπόκεντρον (είδος καρφιού)
    λιπανάβατος (για ψωμί που δε φουσκώνει, δεν ανεβαίνει)

  • λιπό-
  • λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λιπο- < θέμα λιπ- μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος όπως στο λείπω που συνατνάμε τον αόριστο β΄ ἔλιπον

Πρόθημα

λιπο-

  • πρώτο συνθετικό που δηλώνει
    1. ότι λείπει, υπάρχει έλλειψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
      λιποπωγωνία (χωρίς γένια)
      λιπάδελφος
    2. ότι εγκαταλείπεται αυτό που εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
      λιπόπατρις

  • λιπό-
  • λιπ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπό- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιπ- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις λιπο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Σημειώσεις

  • για πρόθημα με τη σημασία λίπος  δείτε τη λέξη λιπαρός, θέμα λιπαρ-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.