λιάνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιάνωμα | τα | λιανώματα |
| γενική | του | λιανώματος | των | λιανωμάτων |
| αιτιατική | το | λιάνωμα | τα | λιανώματα |
| κλητική | λιάνωμα | λιανώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎa.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιά‐νω‐μα
Ουσιαστικό
λιάνωμα ουδέτερο (δημοτική)
- κάθε μικρό πράγμα
- ≈ συνώνυμα: μικροπράγματα (πληθυντικός)
- (ειδικότερα) μικρό σφάγιο
- ※ Μια μέρα, στο χορτάρι,
- μ' έναν παλιόν παλικαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
- έτρωγαν ένα λιάνωμα· και ρώτησε την πλάτη.
- Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ξάνοιξε το μάτι
- πάνου σ' αυτό το κόκαλο, κι ευθύς του λέει: «Πατέρα,
- μου δίνεις την Αργύρω σου;» (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, 1879)
- ※ Τα αναφερόμενα δε εν προκειμένω « λιανώματα » ήσαν τα νεογνά της αιγός , καθ' όσον η λέξις « λιάνωμα » σημαίνει πάν λεπτόν, μικρών πράγμα και κατ' επέκτασιν το μικρόν σφάγιον , οίον είναι το νεογνόν της αιγός και του προβάτου (Δημ. Γέροντας, (1938) Περί του εθιμικού δικαίου των Αθηνών της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, Αθήναι.)
- ※ Μια μέρα, στο χορτάρι,
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη λιανώματα
Συγγενικά
- λιανεύω
- κοινή νεοελληνική: → δείτε τις λέξεις λιανίζω, λιανός και λείος
Μεταφράσεις
λιάνωμα
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.