λιανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λιανίζω < μεσαιωνική ελληνική λιανίζω < λιανός < αρχαία ελληνική λεῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʎaˈni.zo/

Ρήμα

λιανίζω (παθητική φωνή: λιανίζομαι)

  1. κόβω σε λιανά κομμάτια
     συνώνυμα: κομματιάζω, κατακόβω, κατατεμαχίζω, λιανοκόβω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω
  2. (μεταφορικά) χτυπώ κάποιον δυνατά
     συνώνυμα: σπάω στο ξύλο
  3. (κατ’ επέκταση) κατανικώ, κατατροπώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.