μικροπράγματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μικροπράγματα
      γενική των μικροπραγμάτων
    αιτιατική τα μικροπράγματα
     κλητική μικροπράγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροπράγματα < μικρο- + πράγματα

Ουσιαστικό

μικροπράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. μικροαντικείμενα
  2. μικρής σημασίας υποθέσεις ή ζητήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.