λεπτότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτότητα οι λεπτότητες
      γενική της λεπτότητας των λεπτοτήτων
    αιτιατική τη λεπτότητα τις λεπτότητες
     κλητική λεπτότητα λεπτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπτότητα < αρχαία ελληνική λεπτότης < λεπτός

Προφορά

ΔΦΑ : /leˈpto.ti.ta/

Ουσιαστικό

λεπτότητα θηλυκό

  1. η λεπτή σωματική διάπλαση
  2. η ευγενική και διακριτική συμπεριφορά
    από λεπτότητα δε με ρώτησε τίποτε

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.