λεπτότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεπτότης αἱ λεπτότητες
      γενική τῆς λεπτότητος τῶν λεπτοτήτων
      δοτική τῇ λεπτότητ ταῖς λεπτότησ(ν)
    αιτιατική τὴν λεπτότητ τὰς λεπτότητᾰς
     κλητική ! λεπτότης λεπτότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτότητε
γεν-δοτ τοῖν  λεπτοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπτότης < λεπτό(ς) + -της

Ουσιαστικό

λεπτότης, -τητος θηλυκό

  1. ισχνότητα, η ιδιότητα του λεπτού
  2. (μεταφορικά) εξυπνάδα, ευφυΐα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.