αγένεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγένεια | οι | αγένειες |
| γενική | της | αγένειας | των | αγενειών |
| αιτιατική | την | αγένεια | τις | αγένειες |
| κλητική | αγένεια | αγένειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγένεια (χαμηλή καταγωγή) < ἀγενής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bassesse [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈʝe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γέ‐νει‐α
Ουσιαστικό
αγένεια θηλυκό
Μεταφράσεις
αγένεια
Αναφορές
- αγένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.