παχυσαρκία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παχυσαρκία | οι | παχυσαρκίες |
| γενική | της | παχυσαρκίας | των | παχυσαρκιών |
| αιτιατική | την | παχυσαρκία | τις | παχυσαρκίες |
| κλητική | παχυσαρκία | παχυσαρκίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παχυσαρκία < (παχυ-) παχύσαρκ(ος) + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.çi.saɾˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐σαρ‐κί‐α
Ουσιαστικό
παχυσαρκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.