παχυσαρκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παχυσαρκία οι παχυσαρκίες
      γενική της παχυσαρκίας των παχυσαρκιών
    αιτιατική την παχυσαρκία τις παχυσαρκίες
     κλητική παχυσαρκία παχυσαρκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παχυσαρκία < (παχυ-) παχύσαρκ(ος) + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.çi.saɾˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παχυσαρκία

Ουσιαστικό

παχυσαρκία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιατρική) η νόσος κατά την οποία υπάρχει υπερβολική εναπόθεση λίπους στο σώμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται αρνητικά η υγεία
  2. το υπερβολικό σωματικό βάρος
    έρευνες έχουν δείξει ότι η παχυσαρκία αυξάνει την πίεση του αίματος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.