λεπτολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτολόγηση οι λεπτολογήσεις
      γενική της λεπτολόγησης* των λεπτολογήσεων
    αιτιατική τη λεπτολόγηση τις λεπτολογήσεις
     κλητική λεπτολόγηση λεπτολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεπτολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπτολόγηση < λεπτολογώ + -ση

Ουσιαστικό

λεπτολόγηση θηλυκό

  • (λόγιο) (σπάνιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λεπτολογώ
    Πάντως η στιγμή της αποκάλυψης προετοιμάζεται με «γοργό ρυθμό γιατί [η ανασκαφή] γίνεται με σκαπτικά μηχανήματα και δεν απαιτεί τη γνωστή κοπιαστική αρχαιολογική λεπτολόγηση», όπως γράφτηκε, φράση που θα εξέπληττε τους περισσότερους φοιτητές αρχαιολογίας. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.