λεπτολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεπτολογώ < αρχαία ελληνική λεπτολογέω / λεπτολογῶ < λεπτολόγος < λεπτός + λέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.pto.loˈɣo/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λεπτολόγος, λεπτός και λόγος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λεπτολογώ | λεπτολογούσα | θα λεπτολογώ | να λεπτολογώ | λεπτολογώντας | |
| β' ενικ. | λεπτολογείς | λεπτολογούσες | θα λεπτολογείς | να λεπτολογείς | (λεπτολόγει) | |
| γ' ενικ. | λεπτολογεί | λεπτολογούσε | θα λεπτολογεί | να λεπτολογεί | ||
| α' πληθ. | λεπτολογούμε | λεπτολογούσαμε | θα λεπτολογούμε | να λεπτολογούμε | ||
| β' πληθ. | λεπτολογείτε | λεπτολογούσατε | θα λεπτολογείτε | να λεπτολογείτε | λεπτολογείτε | |
| γ' πληθ. | λεπτολογούν(ε) | λεπτολογούσαν(ε) | θα λεπτολογούν(ε) | να λεπτολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λεπτολόγησα | θα λεπτολογήσω | να λεπτολογήσω | λεπτολογήσει | ||
| β' ενικ. | λεπτολόγησες | θα λεπτολογήσεις | να λεπτολογήσεις | λεπτολόγησε | ||
| γ' ενικ. | λεπτολόγησε | θα λεπτολογήσει | να λεπτολογήσει | |||
| α' πληθ. | λεπτολογήσαμε | θα λεπτολογήσουμε | να λεπτολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | λεπτολογήσατε | θα λεπτολογήσετε | να λεπτολογήσετε | λεπτολογήστε | ||
| γ' πληθ. | λεπτολόγησαν λεπτολογήσαν(ε) |
θα λεπτολογήσουν(ε) | να λεπτολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λεπτολογήσει | είχα λεπτολογήσει | θα έχω λεπτολογήσει | να έχω λεπτολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λεπτολογήσει | είχες λεπτολογήσει | θα έχεις λεπτολογήσει | να έχεις λεπτολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λεπτολογήσει | είχε λεπτολογήσει | θα έχει λεπτολογήσει | να έχει λεπτολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λεπτολογήσει | είχαμε λεπτολογήσει | θα έχουμε λεπτολογήσει | να έχουμε λεπτολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λεπτολογήσει | είχατε λεπτολογήσει | θα έχετε λεπτολογήσει | να έχετε λεπτολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λεπτολογήσει | είχαν λεπτολογήσει | θα έχουν λεπτολογήσει | να έχουν λεπτολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.