λεπτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεπτολογία | οι | λεπτολογίες |
| γενική | της | λεπτολογίας | των | λεπτολογιών |
| αιτιατική | τη | λεπτολογία | τις | λεπτολογίες |
| κλητική | λεπτολογία | λεπτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεπτολογία < αρχαία ελληνική λεπτολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λεπτολόγος, λεπτός και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.