λεηλατημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεηλατημένος η λεηλατημένη το λεηλατημένο
      γενική του λεηλατημένου της λεηλατημένης του λεηλατημένου
    αιτιατική τον λεηλατημένο τη λεηλατημένη το λεηλατημένο
     κλητική λεηλατημένε λεηλατημένη λεηλατημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεηλατημένοι οι λεηλατημένες τα λεηλατημένα
      γενική των λεηλατημένων των λεηλατημένων των λεηλατημένων
    αιτιατική τους λεηλατημένους τις λεηλατημένες τα λεηλατημένα
     κλητική λεηλατημένοι λεηλατημένες λεηλατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεηλατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεηλατώ

Μετοχή

λεηλατημένος, -η, -ο

  1. που έχει λεηλατηθεί
    λεηλατημένα σπίτια
  2. (μεταφορικά) αδειασμένος, κενός από το περιεχόμενό του
    μετά τις εκπτώσεις, τα καταστήματα έμειναν λεηλατημένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.