αδειασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδειασμένος | η | αδειασμένη | το | αδειασμένο |
| γενική | του | αδειασμένου | της | αδειασμένης | του | αδειασμένου |
| αιτιατική | τον | αδειασμένο | την | αδειασμένη | το | αδειασμένο |
| κλητική | αδειασμένε | αδειασμένη | αδειασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδειασμένοι | οι | αδειασμένες | τα | αδειασμένα |
| γενική | των | αδειασμένων | των | αδειασμένων | των | αδειασμένων |
| αιτιατική | τους | αδειασμένους | τις | αδειασμένες | τα | αδειασμένα |
| κλητική | αδειασμένοι | αδειασμένες | αδειασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.