λαύρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαύρα | οι | λαύρες |
| γενική | της | λαύρας | των | λαυρών |
| αιτιατική | τη | λαύρα | τις | λαύρες |
| κλητική | λαύρα | λαύρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαύρα (1) < μεσαιωνική ελληνική λαύρα < αρχαία ελληνική λαύρα
- λαύρα (2) < αρχαία ελληνική λαύρα
- λαύρα (3) < μεσαιωνική ελληνική λάβρα < αρχαία ελληνική λάβρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈla.vɾa/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
λαύρα θηλυκό
- (θρησκεία) μοναστήρι με ρυθμιστικό καθεστώς ιδιορρυθμίας, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει στο δικό του κελί
- (παρωχημένο) διάδρομος, ρύμη, στενωπός
- (σπάνιο) άλλη γραφή του λάβρα
Μεταφράσεις
λαύρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.