ρύμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρύμη οι ρύμες
      γενική της ρύμης των ρυμών
    αιτιατική τη ρύμη τις ρύμες
     κλητική ρύμη ρύμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρύμη < αρχαία ελληνική ῥύμη (ορμή)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾi.mi/

Ουσιαστικό

ρύμη θηλυκό

  1. ορμή, φορά
  2. δρομίσκος, σοκάκι

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.