ρυθμιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυθμιστικός η ρυθμιστική το ρυθμιστικό
      γενική του ρυθμιστικού της ρυθμιστικής του ρυθμιστικού
    αιτιατική τον ρυθμιστικό τη ρυθμιστική το ρυθμιστικό
     κλητική ρυθμιστικέ ρυθμιστική ρυθμιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυθμιστικοί οι ρυθμιστικές τα ρυθμιστικά
      γενική των ρυθμιστικών των ρυθμιστικών των ρυθμιστικών
    αιτιατική τους ρυθμιστικούς τις ρυθμιστικές τα ρυθμιστικά
     κλητική ρυθμιστικοί ρυθμιστικές ρυθμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρυθμιστικός < μεσαιωνική ελληνική ῥυθμιστικός < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός

Επίθετο

ρυθμιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.