λαϊκότροπων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαϊκότροπων

  1. γενική πληθυντικού του λαϊκότροπος
  2. γενική πληθυντικού του λαϊκότροπη
  3. γενική πληθυντικού του λαϊκότροπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.