λατρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λατρεμένος | η | λατρεμένη | το | λατρεμένο |
| γενική | του | λατρεμένου | της | λατρεμένης | του | λατρεμένου |
| αιτιατική | τον | λατρεμένο | τη | λατρεμένη | το | λατρεμένο |
| κλητική | λατρεμένε | λατρεμένη | λατρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λατρεμένοι | οι | λατρεμένες | τα | λατρεμένα |
| γενική | των | λατρεμένων | των | λατρεμένων | των | λατρεμένων |
| αιτιατική | τους | λατρεμένους | τις | λατρεμένες | τα | λατρεμένα |
| κλητική | λατρεμένοι | λατρεμένες | λατρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λατρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λατρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.