λαοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαοκρατία οι λαοκρατίες
      γενική της λαοκρατίας των λαοκρατιών
    αιτιατική τη λαοκρατία τις λαοκρατίες
     κλητική λαοκρατία λαοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαοκρατία < λαο- + -κρατία. Δείτε και το ελληνιστικό λαοκρατία (κυριαρχία του όχλου)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαοκρατία

Ουσιαστικό

λαοκρατία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαοκρατί αἱ λαοκρατίαι
      γενική τῆς λαοκρατίᾱς τῶν λαοκρατιῶν
      δοτική τῇ λαοκρατί ταῖς λαοκρατίαις
    αιτιατική τὴν λαοκρατίᾱν τὰς λαοκρατίᾱς
     κλητική ! λαοκρατί λαοκρατίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαοκρατί
γεν-δοτ τοῖν  λαοκρατίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαοκρατία < λαο- + -κρατία. Ρήμα λαοκρατέομαι / λαοκρατοῦμαι

Ουσιαστικό

λαοκρατία θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λαός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.