λαοκράτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαοκράτης οι λαοκράτες
      γενική του λαοκράτη των λαοκρατών
    αιτιατική τον λαοκράτη τους λαοκράτες
     κλητική λαοκράτη λαοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαοκράτης < λαοκρατία + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /la.oˈkɾa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαοκράτης

Ουσιαστικό

λαοκράτης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.