λαγωνικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαγωνικό | τα | λαγωνικά |
| γενική | του | λαγωνικού | των | λαγωνικών |
| αιτιατική | το | λαγωνικό | τα | λαγωνικά |
| κλητική | λαγωνικό | λαγωνικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαγωνικό < μεσαιωνική ελληνική λαγωνικός < ελληνιστική κοινή λακωνικός κύων (με παρετυμολόγηση από τη λέξη λαγός)
Ουσιαστικό
λαγωνικό ουδέτερο
- ο σκύλος εκπαιδευμένος για το κυνήγι
- το κυνηγετικό σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο να ξετρυπώνει και να συλαμβάνει θηράματα
- (μεταφορικά) ο αστυνομικός με μεγάλη ικανότητα στη διερεύνηση εγκληματικών υποθέσεων
- (μεταφορικά) ο αστυνομικός επιδέξιος στην ανακάλυψη εγκλημάτων
- (μεταφορικά) ο δημοσιογράφος (ρεπόρτερ) με μεγάλη ικανότητα στην ανακάλυψη σημαντικών ειδήσεων
- (μεταφορικά) ο δημοσιογράφος επιδέξιος στην εύρεση ειδήσεων και/ή πληροφοριών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.