λεκιθίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεκιθίνη | οι | λεκιθίνες |
| γενική | της | λεκιθίνης | των | λεκιθινών |
| αιτιατική | τη | λεκιθίνη | τις | λεκιθίνες |
| κλητική | λεκιθίνη | λεκιθίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεκιθίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lécithine[1] < αρχαία ελληνική λέκιθος
Συγγενικά
- λεκιθινάση
- → δείτε τη λέξη λέκιθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.