λεκιθινάση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεκιθινάση οι λεκιθινάσες
      γενική της λεκιθινάσης των λεκιθινασών
    αιτιατική τη λεκιθινάση τις λεκιθινάσες
     κλητική λεκιθινάση λεκιθινάσες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεκιθινάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: lecithinase < lecithin < γαλλική lécithine < αρχαία ελληνική λέκῐθος

Ουσιαστικό

λεκιθινάση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.