λάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάντζα οι λάντζες
      γενική της λάντζας
    αιτιατική τη λάντζα τις λάντζες
     κλητική λάντζα λάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λάντζα (1-3) < (άμεσο δάνειο) βενετική lanza < λατινική lancea
λάντζα (4) < (άμεσο δάνειο) ιταλική lancia < λατινική lancea

Ουσιαστικό

λάντζα θηλυκό

  1. το πλύσιμο των πιάτων και των κατσαρολικών
  2. (μεταφορικά) κάθε δουλειά που είναι μεν απαραίτητο να γίνει, είναι όμως κουραστική και χωρίς κανένα ενδιαφέρον
  3. μεγάλος νεροχύτης ή κάδος σε εστιατόρια για το πλύσιμο των πιάτων
  4. (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του λάντσα: μικρό ανοιχτό ακτοπλοϊκό σκάφος για μικρές αποστάσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.