λαντζιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαντζιέρης | οι | λαντζιέρηδες |
| γενική | του | λαντζιέρη | των | λαντζιέρηδων |
| αιτιατική | τον | λαντζιέρη | τους | λαντζιέρηδες |
| κλητική | λαντζιέρη | λαντζιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαντζιέρης αρσενικό (θηλυκό: λαντζιέρα)
- (επάγγελμα) αυτός που δουλεύει στο πλύσιμο των πιάτων
- λαντζέρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.