λάντσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λάντσα | οι | λάντσες |
| γενική | της | λάντσας | — | |
| αιτιατική | τη | λάντσα | τις | λάντσες |
| κλητική | λάντσα | λάντσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λάντσα (1) < (άμεσο δάνειο) ιταλική lancia < λατινική lancea
- λάντσα (2) < (άμεσο δάνειο) βενετική lanza
Ουσιαστικό
λάντσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μικρό ανοιχτό ακτοπλοϊκό σκάφος για μικρές αποστάσεις
- άλλες μορφές: λάντζα
- άλλη μορφή του λάντζα
- το πλύσιμο των πιάτων και των κατσαρολικών
- (μεταφορικά) κάθε δουλειά που είναι μεν απαραίτητο να γίνει, είναι όμως κουραστική και χωρίς κανένα ενδιαφέρον
- μεγάλος νεροχύτης ή κάδος σε εστιατόρια για το πλύσιμο των πιάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.