ακτοπλοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακτοπλοϊκός | η | ακτοπλοϊκή | το | ακτοπλοϊκό |
| γενική | του | ακτοπλοϊκού | της | ακτοπλοϊκής | του | ακτοπλοϊκού |
| αιτιατική | τον | ακτοπλοϊκό | την | ακτοπλοϊκή | το | ακτοπλοϊκό |
| κλητική | ακτοπλοϊκέ | ακτοπλοϊκή | ακτοπλοϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακτοπλοϊκοί | οι | ακτοπλοϊκές | τα | ακτοπλοϊκά |
| γενική | των | ακτοπλοϊκών | των | ακτοπλοϊκών | των | ακτοπλοϊκών |
| αιτιατική | τους | ακτοπλοϊκούς | τις | ακτοπλοϊκές | τα | ακτοπλοϊκά |
| κλητική | ακτοπλοϊκοί | ακτοπλοϊκές | ακτοπλοϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακτοπλοϊκός < ακτοπλο(ΐα) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kto.plo.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτο‐πλο‐ϊ‐κός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.