λαντζιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαντζιέρα οι λαντζιέρες
      γενική της λαντζιέρας
    αιτιατική τη λαντζιέρα τις λαντζιέρες
     κλητική λαντζιέρα λαντζιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαντζιέρα < θηλυκό του λαντζιέρης < λάντζα + -ιέρης < βενετικά lanza < λατινικά lancea

Ουσιαστικό

λαντζιέρα θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτή που δουλεύει στη λάντζα, το πλύσιμο των πιάτων

  • λαντζέρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.