αλπακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλπακάς | οι | αλπακάδες |
| γενική | του | αλπακά | των | αλπακάδων |
| αιτιατική | τον | αλπακά | τους | αλπακάδες |
| κλητική | αλπακά | αλπακάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.