αλπακάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλπακάς οι αλπακάδες
      γενική του αλπακά των αλπακάδων
    αιτιατική τον αλπακά τους αλπακάδες
     κλητική αλπακά αλπακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. αλπακάς < αλπακά
  2. αλπακάς < γερμανική Alpaka

Ουσιαστικό

αλπακάς αρσενικό

Ουσιαστικό

αλπακάς αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.